- πλήσμιος
- -ία, -ον και πλήσμιος, -ον, Α1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιονκορεσμός, πλησμονή, χορτασμός3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιονκατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑκατά τρόπο πλήσμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- τού ρ. πίμπλημι* (πρβλ. πλήσμα, πλήσμη, πλησμονή)].
Dictionary of Greek. 2013.